Ἡρακλεωτικῇ

Ἡρακλεωτικῇ
Ἡρακλεωτικός
a man of Heraclea
fem dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ἡρακλεωτική — Ἡρακλεωτικός a man of Heraclea fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηρακλεωτικός — ἡρακλεωτικός, ή, όν (Α) [ηρακλεώτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προέρχεται από την Ηράκλεια («Ἡρακλεωτική καρύα», Θεόφρ.) 2. φρ. «Ἡρακλεωτικός σκύφος» το ποτήρι τού Ηρακλή …   Dictionary of Greek

  • ορίγανο — το (Α ὀρίγανον και ὀρείγανον και ὀρίγανος, ὁ, και ὀρίγανος, ή) χειλανθές ποώδες αρωματικό φυτό με πικρή και δριμεία γεύση και με άνθη ροδόχροα το οποίο φύεται σε ξηρούς τόπους, η ρίγανη αρχ. φρ. α) «ὀρίγανος ἡ ἡρακλεωτική» αρτυματική και μυρεψική …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”